-
1 канат
το χοντρό σκοινί, το παλαμάρι* буксирный - έλξηςτο ρυμούλκιοпричальный - см. чалякорный - της αγκύρας, ο αγκυροδέτης, τοπαλαμάριРусско-греческий словарь научных и технических терминов > канат
-
2 гак
мор. το άγκιστρο, ο γάντζος, η αρπάγη, το τσιγκέλιбуксирный - ρυμούλκη-σης/έλξηςвертлюжный - περιστρεφόμενο - (περί τον άξονα του), разг. το στριφτάριгрузовой однорогий мор. - φορτίου με ένα γάντζοгрузовой - с вертлюгом мор. - του φορτίου με στριφτάριдвурогий мор. - με διπλούς γάνζουςтормозной - φρένου/πέδηςшлюпочный мор. - της λέμβουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > гак
-
3 ролик
το ράγουλοнатяжной - τάνυσης, ο αντιχαλαρωτικός κύλινδροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ролик
-
4 трос
το σχοινί, το συρματόσχοινο, το παλαμάριτο καραβόσκοινοзадерживающий ав. - το συρ-ματόσκοινο ανάσχεσηςкокосовый - το κα-ρυόσχοινο, η τζίβα (από ίνες κοκοφοίνικα)стальной гибкий{}жёсткий{} - το χαλύβδινο εύκαμπτο/δύσκαμπτο συρματόσκοινοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > трос
-
5 электромагнит
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > электромагнит
-
6 механизм
1. (внутреннее устройство машины, прибора, аппарата и т.п., приводящее их в действие) о μηχανισμός, το μηχάνημα, η συσκευήвыключающий полигр. - αποσύνδεσηςглавные - ы мор. οι κύριεςμηχανέςделительный - διαιρετός -, διανεμητικός -очистительный с.-х. - καθαρισμούпалубные - ы мор. τα μηχανήματα καταστρώματος- μείωσηςтормозной - φρεναρίσματος/πέ-δησηςщёточный эл. - των ψύ-κτρων2. (совокупность состояний и процессов) η διαδικασία, ο τρόπος 3. (внутреннее устройство, система чего-л.) о μηχανισμός, η μηχανή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > механизм
-
7 привод
тех. η μετάδοση της κίνησηςο μηχανισμός κίνησηςшкафчик дистанционного - а системы С02 το κιβώτιο του μηχανισμού κίνησης εξ' αποστάσεως του δικτύου С02гидравлический подъёмный - крышки светового люка ο υδραυλικός μηχανισμός ανύψωσης σπιραγίουдистанционный - главного пускового клапана ο μηχανισμός κίνησης εξ αποστάσεως της κύριας βαλβίδας εκκίνησηςдистанционный - пусковых баллонов ο μηχανισμός κίνησης εξ' αποστάσεως των δοχείων εκκίνησηςподъёмный - крушки светового люка ο μηχανισμός ανύψωσης των πωμάτων του σπιράγιουрулевой - του πηδαλίου/τιμονιούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > привод
-
8 барабан
1. маш. το τύμπαν/ο, ο κύλινδροςгрузовой - см. грузоподъёмный -зубчатый - кфт. οδοντωτό -сепарационный (тепл.) - διαχωρισμούтормозной - πέδης/φρένουцепной - αλύσεως, το έλικτρο της αλύσεωςчешуеочисти-тельный - с.-х. ο απολεπιστής, ο καθαριστήραςшвартовный мор. - πρόσδεσης- шпиля мор. - του εργάτη το έλικτρο του εργάτη2. арх. το τύμπανο, το στήριγμα τρούλου (κυκλικής, ελλειπτικής ή πολυγωνικής κάτοψης), πάνω στο οποίο στηρίζεται ο θόλος 3. муз. το τύμπανο, το ταμπούρλο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > барабан
-
9 магнит
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > магнит
-
10 обух
мор. το ώπον, η ωτίς, το αυτί, η μάπα, η πόρπηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > обух